ΣΕ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ
ΚΘΒΕ Μικρή Σκηνή Μονής Λαζαριστών
Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σε εσάς που με ακούτε», παράσταση-παραγωγή του ΚθβΕ, παρακολουθήσαμε στην μικρή σκηνή του θεάτρου της Μονής Λαζαριστών.
Βερολίνο 2001. Επίκειται μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Όλοι καλούνται να μιλήσουν. Να πάρουν θέση για όσα γνωρίζουν, είδαν, άκουσαν, θυμούνται. Για όσα ξέχασαν ηθελημένα για να μπορέσουν να ζήσουν. Ένας συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο για την ζωή μιας γυναίκας. Εμπνέεται από την Ρόζα Λούξεμπουργκ, όμως εναποθέτει σ’ αυτό ψηφίδες της δικής του ζωής, αλλάζοντας ονόματα, ερμηνεύοντας την δική του υπαρκτή και φανταστική πραγματικότητα. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά ένα σύνολο ανθρώπων θα περιγράψει το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής του, σκηνικό ζωής στην σκιά καθεστώτων, συστημάτων, ιδεολογιών.
Οι θεατές βρέθηκαν στον σκηνικό χώρο ενός διαμερίσματος, διακοσμημένου με την αισθητική περασμένων δεκαετιών. Σ’ αυτόν τον εσωτερικό χώρο αναζήτησαν την θέση τους και έγιναν συμμέτοχοι μάρτυρες -παρατηρητές, παρακολουθώντας από διαφορετικές πλευρές οπτικής την φανταστική συνθήκη του έργου. Πρόσωπα που μας απευθύνονται και επιχειρούν να διεκδικούν δικαιώματα σε ένα ταραγμένο περιβάλλον βίας και καταστολής, σε μια πόλη- σύμβολο κομμάτι του παρελθόντος (πτώση του τείχους, ένωση), της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Η αρχική συμβολική εικόνα: οι θεατές είδαν τον ηλικιωμένο Χανς (Γερμανός) να κοιμάται στην πολυθρόνα του. Δίπλα του διακρίνονται επιτραπέζια παιχνίδια (παζλ) και βιβλία. Αυτή η αρχική θέαση ενός ανθρώπου που ονειρεύεται-κοιμάται στην ασφάλεια του σπιτιού του, την στιγμή που έξω, στους δρόμους, μαίνονται ταραχές, γίνονται διαμαρτυρίες, συντελούνται βίαια επεισόδια, συγκρούσεις και εκτελέσεις, ήταν η πρώτη ρήξη: σκηνικό διατάραξης μιας φαινομενικής ισορροπίας σε μια διαστολή διασκελισμών (ιδιωτικός -δημόσιος χώρος, ασφάλεια-άσυλο- προστασία, σταθερότητα-ταραχές-αβεβαιότητα).
Οι ηθοποιοί εισήλθαν σταδιακά στον χώρο αυτόν και πήραν την θέση τους. Στάθηκαν στο βάθος της σκηνής, δίπλα στην κουζίνα και γύρω από ένα τραπέζι. Από εκεί κοίταξαν σιωπηλοί και με ένταση τους θεατές και τους συμπαίκτες τους, σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδισμα ορώντος και ορωμένου προσώπου-ρόλου. Στην μέση του δωματίου υπήρχε ένα μικρόφωνο. Σ’ αυτό στήθηκαν να μιλήσουν δημόσια, εκθέτοντας μικρές προσωπικές ιστορίες, επιθυμίες και προτροπές, αναμνήσεις, αισθήματα, οράματα εγγεγραμμένα γονιδιακά στο συλλογικό θυμικό ασυνείδητο, αθροισμένα σε αγώνες, διαψεύσεις και ήττες ατομικών και ομαδικών περιπτώσεων.
Στην ροή των ιστοριών αποκαλύφθηκαν οι δεσμοί και οι σχέσεις αυτών των προσώπων δίνοντας στον θεατή πληροφορίες για την ιδιότητα, την καταγωγή, την εθνότητα, την κατάσταση, τον χαρακτήρα, την επιλογή, την προσδοκία, την επιθυμία και την πραγματικότητα των κοινωνικών ρόλων στην ταξική τους διαστρωμάτωση (Ιδιοκτήτης, κάτοικος, ένοικος, φιλοξενούμενος, επισκέπτης, άνδρας, γυναίκα, μητέρα, γιος, κόρη, φίλος, εραστής, σύντροφος, πολίτης, Έλληνας, Γερμανός, Ιταλός).
Η σκηνοθεσία του έργου και οι ερμηνείες των ηθοποιών υπερέβησαν δημιουργικά το κείμενο της συγγραφέως. Το κείμενο, θραυσματικό, υπαινικτικό, καταγγελτικό, οραματικό, με αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, επιχειρεί μια ανα-θεώρηση των κινημάτων μιας εποχής, ιδωμένων στον κύκλο των γενεών και στην σφαίρα επιρροής και απήχησης ιδεολογιών και οραμάτων. Παράλληλα αναδύεται και ανιχνεύεται το προσωπικό στίγμα δράσης και αντίδρασης έναντι των -αδυσώπητων- εξουσιών και το διακύβευμα των συλλογικών αγώνων και των μεμονωμένων προσπαθειών, στην διεκδίκηση της ελευθερίας, της ισότητας, της ευτυχίας.
Η σκηνοθετική οπτική ανάγνωσης έδωσε αποκαλυπτικά και πολύ καθαρά τον πολιτικό προσανατολισμό και τον ταξικό χαρακτήρα του έργου, προκειμένου να περιγραφεί το αίσθημα του ανήκειν, η νοσταλγία στο όνειρο επιστροφής, ο ρατσισμός, η βαρβαρότητα της σύγκρουσης σε περιβάλλον διεθνικό-πολυπολιτισμικό. Σχηματοποιήθηκε στον άξονα ενός μανιφέστου διαμαρτυρίας, με ποιήματα, τραγούδια, διακηρύξεις, συνθήματα, ενσωματώνοντας στο ύφος της παράστασης την εικόνα ενός θεάτρου ντοκουμέντου. Ανέδειξε τα αδιέξοδα, τις προκαταλήψεις, τις προσωπικές ικεσίες αναζήτησης και κατοχύρωσης της αγάπης ως πεδίο κατανόησης, αποδοχής, τους φόβους που παραλύουν την μνήμη των ανθρώπων. Τα νήματα των ιστοριών συνδέθηκαν στην σύγχρονη διάσταση ταυτότητα εποχής που βιώθηκε εξακολουθητικά ως κοινωνική οικονομική πολιτική και πολιτισμική κρίση.
Ο σκηνοθέτης διάβασε το κείμενο συνεκτικά στον απαισιόδοξο ανθρωποκεντρικό πυρήνα του. Ανέδειξε την ουσία και το νόημα με εικόνες έντασης, κρατώντας την ομάδα των ηθοποιών σε διαρκή εγρήγορση ώστε να αποτυπωθούν εκφράσεις αισθημάτων και λόγων ιχνογραφίες αισθήσεων απαιτητικών χειρονομιών, με μια υστερική κίνηση υπεράσπισης κωδίκων πολιτισμού σε αλλότριες ξένες συνθήκες, ανακατεύοντας γλώσσες και κώδικες επικοινωνίας.
Οι ηθοποιοί της παράστασης επωμίστηκαν με ένα βαρύ ενεργειακό φορτίο που το υπερασπίστηκαν με ένταση και πάθος. Δυνατές ερμηνείες, κοινή αίσθηση του πεπραγμένου, έδωσαν αληθοφάνεια και δυναμισμό στην κατάσταση που περιγράφηκε αδρά. Αφηγήθηκαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, γιόρτασαν την συνάντησή τους καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι. Ήρθαν αντιμέτωποι με την προσωπική συντριβή και ήττα του εαυτού-ρόλου. Διαχειρίστηκαν με ακρίβεια διαθέσεις χαραγμένες στην πραγματικότητα μιας αναπόφευκτης συλλογικής σύγκρουσης, στην συνειδητότητα του τέλους των πραγμάτων-παιχνιδιού, αφήνοντας μικρή χαραμάδα διαφυγής.
Η παράσταση έκλεισε με τον ηθοποιό που υποδύθηκε τον συγγραφέα του έργου να διαβάζει ένα μικρό αιχμηρό κείμενο για τον αγώνα των καλλιτεχνών στους δύσκολους καιρούς της απαξίωσής τους. Αντήχησε ο κυριολεκτικός τονισμός νέων καλλιτεχνών, στην συμπύκνωση ενός συνθήματος που συνέπεσε με τον τίτλο του έργου, στην αναφορά στην τραγωδία, έγκλημα που συντελέστηκε στα Τέμπη, που δεν ήταν ατύχημα όπως προλογίζουν αρμόδιες δηλώσεις-συνεντεύξεις- διαβουλεύσεις σε επικοινωνιακές παραστάσεις.
“ Ίσως ανακαλύψουμε πως είμαστε της Γης οι χαμένοι, μα αυτό δεν θα μας σταματήσει από το να χορεύουμε, να τραγουδάμε, να ερωτευόμαστε, να γελάμε, να ελπίζουμε.
Να ελπίζουμε.
Να ελπίζουμε, πως μια μέρα κι εμείς θα νικήσουμε”.
ΣΕ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ
ΛΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
ΚΘΒΕ
Σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Χρήστος Θεοδωρίδης, Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κίνησης – χορογραφία: Ξένια Θεμελή
Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
Κοστούμια: Μαρίνα Κελίδου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική επιμέλεια: Χρήστος Θεοδωρίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ξένια Θεμελή
Βοηθός Σκηνογράφου: Δανάη Πανά
Β’ Βοηθός Σκηνογράφου: Ερατώ Γεωργίου
Οργάνωση παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος
* Βοηθός φωτιστή (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Τσομπάνη Ευανθία
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Τζίνο), Σεμίραμις Αμπατζόγλου (Τρούντελ), Νικόλας Δροσόπουλος (Νίκος), Ελένη Θυμιοπούλου (Μαρία), Γιώργος Κολοβός (Ιβάν), Νίκος Μήλιας (Άγης), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Σοφία), Δημήτρης Ναζίρης (Χανς), Μπέττυ Νικολέση (Έλσα)
Έκτακτες αντικαταστάσεις: Ελευθερία Αγγελίτσα, Δημήτρης Κολοβός, Άννα Κυριακίδου, Θεοδώρα Λούκας, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπεσίρης, Γιάννης Τσεμπερλίδης
ΑΓΓΕΛΑ ΜΑΝΤΖΙΟΥ
