Ιανουαρίου στις 9 το βράδυ
Ιανουαρίου στις 8 το βράδυ
Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καβάλας και μεταφέρει
στο θεατρικό σανίδι του Αντιγόνη Βαλάκου ένα μυθιστόρημα-σταθμό της μεταπολεμικής
Ελλάδας, Το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, το
Σάββατο 19 και την Κυριακή 20 Ιανουαρίου στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου
Ανατολική Ευρώπη, ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981) επιστρέφει στην Ελλάδα το 1975
και το επόμενο έτος δημοσιεύει Το διπλό βιβλίο, ένα από τα πιο σημαντικά
μυθιστορήματα της μεταπολεμικής περιόδου.
καταφέρνει να διατρέξει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας – όχι σαν παρατηρητής,
ούτε με έναν ιστορικό ή πολιτικό τρόπο, αλλά αποτυπώνοντας το ψυχικό τοπίο που
διαμόρφωσαν αυτές οι στιγμές της ιστορίας μας. Έτσι, η ιστορία του Κώστα
γίνεται η ιστορία της χώρας μας, φωτίζοντας τις πτυχές του «ρωμαίικου» που
δημιούργησαν την Ελλάδα του σήμερα. Συγχρόνως, όμως, η ιστορία του καταφέρνει
να γίνει πανανθρώπινη, ένας στοχασμός για τη θέση του ανθρώπου «στο δικό μας
κόσμο το σημερινό», ανεξάρτητα από φύλο, χρώμα ή πατρίδα.
πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Το διπλό βιβλίο διατρέχει χρονικά την εποχή
ανάμεσα στον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, τοποθετώντας στον θεματικό του άξονα
τη μετανάστευση.
του παρελθόντος με τις αιτίες της σημερινής κρίσης, μέσα από την εξερεύνηση
νέων τρόπων σκηνικής αφήγησης.
επεξεργασία : PEQUOD
Δημήτρης Ξανθόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

03–ΤΗΛ. 2510/220876-7, FAX 220878 e-mail: thkavala@otenet.gr
Βαλάκου
20/1 στις 8 το βράδυ
10 ευρώ
Φοιτητικό – Ανέργων – Μέλη του Θεάτρου Πολιτών – 5 ευρώ (με την επίδειξη
κάρτας)
πληροφορίες μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876
– 7 ώρες γραφείου.
εισιτηρίων πραγματοποιείται καθημερινά από τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013, 11.00
– 14.00 και 18.00 – 20.00, στο Κέντρο Πληροφόρησης Επισκεπτών Δήμου Καβάλας
(πρ. ΕΟΤ) στην κεντρική πλατεία Καβάλας (τηλ. ταμείου 2510 620 566).
Καβάλας
τους ηθοποιούς Δημήτρη Ξανθόπουλο και Αγγελική Παπαθεμελή, με τη συνδρομή του
συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και βρήκε το όνομα της στο θρυλικό σκαρί του
αριστουργήματος του Χ. Μέλβιλ “Μόμπι Ντικ”.
(Κnot Gallery, άνοιξη και χειμώνας του 2010, Θέατρο Χώρα Bob theatre festival
2010 και 2011, πανελλαδική περιοδεία χειμώνας 2011), «Από το φίφτυ- φίφτυ στον
έρωτα» του Δ. Χατζή στα πλαίσια του 1ου Low Budget Festival και «Υπόθεση
εργασίας» στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2011.
με την ομάδα θεάτρου Pequod διοργανώνουν «σεμινάριο-συζήτηση» με θέμα
ιστορία..
θέατρο.
κάποιου άλλου.
ποτέ, συμβαίνει εδώ και τώρα.
θέατρο χωρίς να “θεατροποιηθεί”?
που θα συζητηθούν την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013, 12.00 – 14.00, στο θέατρο
Αντιγόνη Βαλάκου.
στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 – 7 ώρες γραφείου.
εργοστάσιο παίρνω το µετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το
βράδυ όµως άµα σκολάσω, πάω µε τα πόδια, χειµώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω
στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη µεγάλη τη λεωφόρο, µε
τις ρεκλάµες, τα καταστήµατα, τα µπαρ, τις βιτρίνες. Τα φώτα της έχουν ανάψει.
Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ’ αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από
τον ήλιο της µέρας. Είναι, λέω κάποτε µε το µικρό το µυαλό µου, τα νέα µας
µάτια, του δικού µας του κόσµου του σηµερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν
καλύτερα.
Η λεωφόρος έρχεται κάθετα στη Μύλλερστράσσε που βρίσκεται το κατάστηµα το δικό
µας. Περνώντας από κεί στέκοµαι µια στιγµή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του –
κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω µε νέον και µέσα στη βιτρίνα του όλες οι
λάµπες που φκιάχνουµε, µικρές και µεγάλες, αναµµένες γύρω γύρω σαν να ’ναι
κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.Στέκοµαι και τις κοιτάζω. Σκέφτοµαι πως όλες οι
λάµπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ’ αυτό το κατάστηµα, µικρές και µεγάλες,
κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές µου τις πλάτες.
Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω µέσα τον εαυτό µου. Κάπου, λέω,
πρέπει να βρίσκεται µέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασµούς. ∆έκα δεκαπέντε
εργοστάσια µας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιµα για να γίνει ένα λαµπάκι των δύο
κηρίων. Είµαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες –
είµαστε όλος ο κόσµος µέσα σ’ αυτό το λαµπιόνι των δύο κηρίων. Και µας χωράει.
Το ’δα σ’ ένα φιλµ την περασµένη βδοµάδα, που πήγαµε σινεµά µε κάτι Ρωµιούς.
Μας έδειχναν µια στάλα νερό κι εκατοµµύρια µικρόβια µέσα. Στέκοµαι, λοιπόν, και
γω κάθε βράδυ µπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα. Από µέσα το δικό µου το µικροβιάκι
πρέπει να µε βλέπει κολοσσό σε τεράστια µεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό µου
στην πραγµατική του διάσταση µέσα σ’ αυτό το µίνι λαµπιόνι.
Δυο μήνες, τρεις μήνες; Μήτε να ’μαστε σαν πρώτα μήτε να χωρίζουμε. Σερνόμασταν.
Εμείς που αγαπηθήκαμε τόσο… Την έκανα εγώ την αρχή. Δεν πέρασα ένα βράδι στο
κατάστημα να την πάρω. Εκείνη δεν ήρθε το Σάββατο σπίτι – είμουνα μέσα και την
περίμενα. Εγώ δεν πήγα την Κυριακή στο δικό της σπίτι – εκείνη θα ’τανε μέσα
και θα περίμενε.
βάσταξε ο δικός μας έρωτας. Τόσο, λέω, να ’ναι η νόρμα του και για τους άλλους;
Ή μήπως ο έρωτας δεν είναι για τους φτωχούς – τα μπερδεύουν όλα και πεινασμένοι
γι’ αυτό που λέγαμε, την αληθινή ζωή – τα περιμένουν όλα μονάχα απ’ τον έρωτα;
Ή μήπως ακόμα, έτσι είναι ο κόσμος αυτός ο σημερινός μας – ξεμάθαμε ν’
αγαπούμε, δεν ξέρουμε τι μας φταίει – και διαολιζόμαστε με τον έρωτα, όσο να
τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα;
Έμαθα, πως είναι μεγαλύτερος απ’ τον άνθρωπο, είναι λοιπόν, ακατόρθωτος. Μια
φαντασία για κάποιον καιρό και καταλαγιάζει, σκορπίζεται. Και πρέπει, λέω, να
’ναι πολύ σπάνιο πράμα – της τύχης ολότελα – τα δυο πλάσματα να μπορούν να
μείνουν ενωμένα, έτσι που τα θέλαμε εμείς. Ο συμβιβασμός που μπορούν να κάνουν
– ορίστε, τον έκανα εγώ – δεν είναι για να σώσουν τον έρωτα, είναι για να τον
ξεφύγουν, να παραιτηθούν απ’ αυτόν. Και πάλι δεν σώζεται τίποτα. Άλλοι μένουνε
παραιτημένοι, μαζί και χωρίς τον έρωτα. Οι άλλοι χωρίζουν – να μην τον
προδώσουν. Κ’ έτσι κι αλλιώς η πίκρα πάντα μένει. Για πάντα. Δεν είναι που
λείπει τ’ αγαπημένο πρόσωπο, αυτό που φάνηκε πως είταν ο έρωτας. Είναι για την
γνωριμιά του ακατόρθωτου. Γι’ αυτή την αίσθηση του άφθαστου που έχω και εγώ. Η
Έρικα και κείνα τα τραίνα τα μισητά μου που δεν πάνε πουθενά, γίναν ένα πράμα.
Είναι ο μεγάλος, ο άπιαστος κόσμος – που δεν υπάρχει. Η φαντασία μας τον άγγιξε
μια στιγμή με τον έρωτα. Μια στιγμή μονάχα – και χάθηκε…
Άνθρωποι, κόσµος πολύς, περνάνε δίπλα µου, πάνε µαζί µου. Και πάω και γω
– ο δρόµος µάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ’ τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους,
λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είµαι εδώ, στη λεωφόρο, στην
άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους. ∆ε µε περιµένει κανένας εµένα, δεν έχω πουθενά
που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ’ναι το σπίτι µου εδώ, εδώ κι η
πατρίδα µου, το κανένα σπίτι µου, η καµιά µου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και
για τους άλλους – πως ξένοι γινήκαµε όλοι στις µεγάλες αυτές πολιτείες. Αν
είναι έτσι, λέω τότες εγώ – εγώ, λοιπόν, πρέπει να ’µαι ο πιο γνήσιος πολίτης
της πολιτείας των ξένων, ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε
συγγραφέα, να µου βάλουνε κάποτε και µια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουµ, από
την πίσω µεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους
ξένους της πολιτείας των ξένων
