ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ 15 ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΦΟΡΑ

15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
15 – 24 Μαρτίου 2013
          KOYBENTIAZONTAΣ 21/3
Η
ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ
Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι
σκηνοθέτες Ελιάνα Αμπραβανέλ (
Roughcut), Λόρα
Γκάμσι (Οι δημιουργοί), Σόουραβ
Σάρανγκι (Τσαρ… Το νησί φάντασμα), Κεσάνγκ
Τσετέν (Ποιος θα γίνει Γκούρκα) και Πετρ Λομ (Πίσω στην πλατεία).
Αρχικά,
κάνοντας μια εισαγωγή για την ταινία της
Οι δημιουργοί,
η Λόρα Γκάμσι υπογράμμισε: «Εστιάζει σε νέους καλλιτέχνες από
τη Νότια Αφρική, ένα μέρος στιγματισμένο από φυλετικούς διαχωρισμούς. Έχει πολύ
ενδιαφέρον η τέχνη που δημιουργούν οι ήρωές μου και το πώς εκφράζεται η ιστορία
της χώρας μέσα από αυτούς. Αυτό με παρακίνησε να κάνω το ντοκιμαντέρ».
Σε
μια άλλη γωνιά του κόσμου διαδραματίζεται η ταινία Τσαρ… Το νησί φάντασμα του Σόουραβ Σάρανγκι, η οποία
αφηγείται την ιστορία ενός εφήβου και μέσω αυτού την ιστορία ενός νησιού
ανάμεσα σε Ινδία και Μπαγκλαντές, το οποίο δεν ανήκει σε καμία από τις δύο
χώρες, αλλά βρίσκεται ακριβώς πάνω στο φυσικό τους σύνορο, τον Γάγγη ποταμό. «Πηγαίνοντας
εκεί, είδα εικόνες που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Στο νησί αυτό εγκαταστάθηκαν
άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους όταν παλιότερα είχε πλημμυρίσει ο
ποταμός και ουσιαστικά από πολίτες, έγιναν μετανάστες», εξήγησε ο σκηνοθέτης.
Με
φόντο το Νεπάλ, η ταινία Ποιος θα γίνει
Γκούρκα
του Κεσάνγκ Τσετέν, έχει ως θέμα την ταξιαρχία των Γκούρκα, μια
ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού όπου επιστρατεύονται οι πιο μαχητικοί
νεαροί νεπαλέζοι στρατιώτες. Ο δημιουργός επεσήμανε σχετικά: «Ξεκίνησα να κάνω
μια ταινία για τον ανδρισμό και είχα επιλέξει τέσσερα διαφορετικά περιβάλλοντα όπου
αυτός κυριαρχεί, ανάμεσα στα οποία και ο στρατός. Τελικά αντιλήφθηκα ότι οι
Γκούρκα έπρεπε να γίνουν μια ξεχωριστή ταινία. Δεν ήθελα να κάνω συνεντεύξεις
-στο παρελθόν ήμουν δημοσιογράφος-, αλλά να παρατηρήσω και να εξερευνήσω».
Με
τη σειρά της, η Ελιάνα Αμπραβανέλ μίλησε για την Μπάμπι, την ηρωίδα της ταινίας
της
Roughcut. «Γνώρισα
τη Μπάμπι, μια φιλιππινέζα που εργάζεται ως κομμώτρια στην Ελλάδα, εντελώς
τυχαία, πηγαίνοντας μια φορά να κουρευτώ. Κατά κάποιο τρόπο δεν τη επέλεξα,
αλλά το αντίστροφο. Στην αρχή μου έκανε εντύπωση η πολύπλευρη προσωπικότητά της
και κάθε φορά που την επισκεπτόμουν ανακάλυπτα και κάτι διαφορετικό. Μου έλεγε
την ιστορία της και αρχικά νόμιζε ότι θα την χρησιμοποιήσω για το σενάριο
ταινίας μυθοπλασίας. Για λίγο διάστημα την άφησα να το πιστεύει και όταν της αποκάλυψα
ότι θα την κινηματογραφούσα για ντοκιμαντέρ, είχαμε πλέον γίνει φίλες. Η Μπάμπι
συντηρεί την οικογένειά στις Φιλιππίνες, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκεί, ενώ κάτω
από την ελκυστική γυναικεία εμφάνισή της, κρύβεται ένας άντρας, καθώς είναι
τραβεστί».
Από
διαφορετική αφετηρία ξεκίνησε και ο Πετρ Λομ, στο ντοκιμαντέρ Πίσω στην πλατεία. «Ενώ προετοίμαζα μια
ταινία με θέμα τον νομπελίστα Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι, ξέσπασε η επανάσταση στην
Αίγυπτο. Εκείνος πήγε εκεί, εγώ τον ακολούθησα και στην πορεία συνειδητοποίησα
ότι έπρεπε να εστιάσω στους απλούς ανθρώπους και στην παραβίαση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που συνέβαινε εκεί. Έμεινα στην Αίγυπτο ένα χρόνο και η ταινία
ολοκληρώθηκε το 2013. Χαίρομαι που προβάλλεται τώρα στο 15ο ΦΝΘ, αν
και θα ήλπιζα όσα δείχνει να ήταν πλέον παρελθόν», τόνισε ο δημιουργός.
Παρόμοια
εμπειρία αλλαγής προσανατολισμού βίωσε και η Λόρα Γκάμσι: «Με χρηματοδότηση του
πανεπιστημίου επρόκειτο να κάνω μια ταινία με θέμα την τέχνη και τα κοινωνικά
κινήματα στη Νότια Αφρική – πράγμα μάλλον βαρετό.  Όταν έφτασα εκεί ήρθα αντιμέτωπη με πολλές
διαφορετικές υφές της πραγματικότητας: Μπορεί να βρεθείς στο κέντρο της πόλης
και να νομίζεις ότι είσαι στο Λονδίνο και δέκα λεπτά με το αμάξι από εκεί, να
δεις ένα βρέφος να πεθαίνει. Υπάρχουν πολύ μεγάλες διακρίσεις και αντιθέσεις και
θεώρησα ότι οι καλλιτέχνες θα ήταν το ιδανικό μέσο για να ασχοληθώ με το θέμα».
Από
την πλευρά του, ο Σόουραβ
 Σάρανγκι
σχολίασε: «Είναι πολύ φυσικό να αλλάζεις κατεύθυνση. Αν ξέρεις από την αρχή τι
θέλεις να κάνεις και τα έχεις βάλει κάτω ακριβώς όπως τα θες, θα προκύψει μια
εκπαιδευτική ταινία. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ σημαίνει μετάπλαση-μεταμόρφωση.
Μια ιδέα μπορεί να αλλάξει όλο το φιλμ. Στη διαδικασία διαπραγματεύεσαι με τον
εαυτό σου, ώστε να γίνει ξεκάθαρο το αντικείμενο σε σένα και μετά στους άλλους.
Η απουσία ελέγχου είναι θεμελιώδης. Εάν τα ξέρεις όλα από την αρχή, η ταινία θα
είναι βαρετή. Πρόκειται για εξερεύνηση, όχι για διδασκαλία. Δεν είναι μια
συνέντευξη το ντοκιμαντέρ, αλλά μια συζήτηση. Έτσι όπως δεν ξέρεις πού θα
καταλήξει μια κουβέντα, έτσι δεν γνωρίζεις πού θα καταλήξει το ντοκιμαντέρ».
Στη
συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το θέμα ύπαρξης ή όχι γραπτού σεναρίου, και οι
σκηνοθέτες διατύπωσαν διάφορες απόψεις. Ο κ. Λομ παρατήρησε ότι το γραπτό
σενάριο είναι προαπαιτούμενο και αναγκαίο κακό για τις αιτήσεις χρηματοδότησης,
ενώ ο κ. Σάρανγκι σημείωσε: «Είναι μέρος της διαδικασίας και χρειάζεται για να
δείξει ο σκηνοθέτης ότι έχει την ικανότητα να αφηγηθεί μια ιστορία. Το σενάριο
είναι ένα σημείο αναφοράς, δεν είναι αυτό που τελικά θα κινηματογραφήσεις».
Μιλώντας
για το απρόοπτο της δημιουργικής διαδικασίας, η κ. Αμπραβανέλ υπογράμμισε: «Κινηματογραφούσα
την Μπάμπι για τρία χρόνια και πάντα προέκυπταν νέα στοιχεία. Για παράδειγμα,
μου είχε πει ότι δούλευε στην Ιαπωνία σαν χορεύτρια και τραγουδίστρια, αλλά ότι
δεν είχε καμία φωτογραφία από τότε. Έπειτα, όμως, θυμήθηκε ότι υπήρχαν κάποιες
βιντεοταινίες κι ένα μήνα μετά, όταν μας τις έστειλε, σκονισμένες από το
υπόγειο, ήταν σαν θησαυρός για μένα και χρησιμοποίησα μέρος τους. Νομίζω ότι όσα
συμβαίνουν κατά τη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας είναι πιο συναρπαστικά από
το τελικό αποτέλεσμα». Ο κ. Σάρανγκι συμφώνησε: «Οι εκπλήξεις είναι η χαρά και
η διασκέδαση στο να φτιάχνεις μια ταινία».
Μιλώντας
για τις σχέσεις μεταξύ των κινηματογραφιστών και των χαρακτήρων τους, οι
σκηνοθέτες ανέφεραν ποικίλα παραδείγματα. Η κ. Γκάμσι επεσήμανε: «Κατά τα
γυρίσματα, οι φτωχοί άνθρωποι πάντα με καλούσαν σπίτι τους, τρώγαμε μαζί,
κοιμόμασταν σπίτι μου και σπίτι τους και τελικά γίναμε φίλοι. Οι πλούσιοι
κρατούσαν απόσταση και δε ήθελαν να δω το σπίτι τους, γιατί αυτό θα φαινόταν
άσχημα στην ταινία. Σε μια προσπάθεια προσέγγισης, τους ρώτησα για την
ακτιβιστική δράση των γονέων τους ενάντια στο Απαρτχάιντ, γιατί θεώρησα ότι
αυτό θα τους έκανε να φανούν καλύτεροι στην ταινία, όμως η αντίδρασή τους δεν
ήταν καλή. Θεώρησαν ότι θα το διαστρεβλώσω και δεν ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό,
θύμωναν και τελικά κατέληγαν κατά λάθος να μιλούν για το ακριβώς αντίθετο και
για το πώς θεωρούν ότι στους λευκούς αξίζει η γη την οποία πήραν από τους
Νοτιοαφρικανούς. Τελικά, κράτησα κάποιες στιγμές από αυτές και άλλες τις έκοψα».
Στο
ίδιο θέμα ο Σόουραβ Σάρανγκι πρόσθεσε: «Υπάρχουν πάντα σχέσεις πολιτικής
ανάμεσα στα δύο μέρη. Το να κινηματογραφείς είναι μια παρέμβαση και η ύπαρξη
της κάμερας είναι συμμετοχή. Σε μια άλλη ταινία μου, ο πρωταγωνιστής ήταν ένα
παιδί με τυφλούς γονείς. Είχα μεγάλη σύγκρουση μέσα μου για το πώς να τραβήξω
τυφλούς ανθρώπους, παρόλο που δεν είχαν πρόβλημα οι ίδιοι. Τελικά τους είπα ότι
όταν με ακούν ή με μυρίζουν -γιατί είχαν υπερευαίσθητη όσφρηση- ότι είμαι εκεί
να θεωρούν ότι υπάρχει κάμερα, ότι εγώ είμαι η κάμερα». Με αφορμή την ιστορία
του κ. Σάρανγκι, ο κ. Τσετέν σχολίασε επάνω στο ζήτημα της ηθικής: «Ηθικά
ερωτήματα αντιμετωπίζει ο καθένας στη δουλειά του. Ο σκηνοθέτης ωστόσο έχει την
εξουσία και ελέγχει το πώς θα είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς του».
Οι
ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του
15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής
Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *